alga



From algae (npl): n: alga
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: alga, algae

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
alga n (seaweed: singular form)φύκι ουσ ουδ
  (επίσημο)φύκος ουσ ουδ
 Kelp is a type of alga.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
algae npl (seaweed)φύκια ουσ ουδ πλ
  άλγες ουσ θηλ
  (επίσημο)φύκη ουσ ουδ πλ
 The surface of the water was covered in algae.
 Η επιφάνεια του νερού ήταν γεμάτη φύκια.
algae n uncountable (seaweed)φύκια ουσ ουδ
  άλγες ουσ θηλ
  (επίσημο)φύκη ουσ ουδ πλ
 Algae is full of nutrients but most people don't like the taste.
 Τα φύκια είναι γεμάτα θρεπτικές ουσίες, αλλά στους περισσότερους δεν αρέσει η γεύση τους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
algae | alga
ΑγγλικάΕλληνικά
cyanobacteria,
blue-green algae
npl
(photosynthetic bacteria)κυανοβακτήρια ουσ ουδ πλ
green algae npl (type of seaweed)είδος φυκιού
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Green algae tend to grow close to the low-tide mark.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση alga στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «alga».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!