adultery

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈdʌltəri/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/əˈdʌltəri/ ,USA pronunciation: respelling(ə dultə rē)

Inflections of 'adultery' (n): npl: adulteries
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
adultery n (law: extramarital sex) (εξωσυζυγική σχέση)μοιχεία ουσ θηλ
 Adultery is considered grounds for divorce in most countries.
adultery n (infidelity) (εξωσυζυγική σχέση)απιστία ουσ θηλ
 She suspects her husband of adultery.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
commit adultery vtr + n (be sexually unfaithful) (είμαι ερωτικά άπιστος)απιστώ ρ αμ
  απατώ ρ μ
  (επίσημο)διαπράττω μοιχεία, διαπράττω απιστία περίφρ
  (καθομιλουμένη)κερατώνω ρ μ
 Marisa divorced her husband because he had committed adultery.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'adultery' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση adultery στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «adultery».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!