• WordReference
  • Definition
Ο όρος 'adrenalin' παραπέμπει στον όρο 'adrenaline'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'adrenalin' is cross-referenced with 'adrenaline'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
adrenaline,
adrenalin
n
(stress hormone) (ορμόνη)αδρεναλίνη ουσ θηλ
 An injection of adrenalin can be used to treat a severe allergic reaction.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
adrenaline rush n (flush of excitement or panic)κύμα αδρεναλίνης φρ ως ουσ ουδ
  (μεταφορικά)ένεση αδρεναλίνης έκφρ
  έξαψη από την αδρεναλίνη περίφρ
  (αργκό)φλασιά αδρεναλίνης φρ ως ουσ ουδ
 Roller coasters give him an adrenaline rush.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση adrenalin στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «adrenalin».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!