• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: adoring, adore

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
adoring adj (who dote on, idolize [sb])φανατικός επίθ
  αφοσιωμένος μτχ πρκ
  που λατρεύει, που θαυμάζει περίφρ
 The singer signed autographs for a crowd of adoring fans.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
adore [sb] vtr (love)λατρεύω ρ μ
  υπεραγαπάω, υπεραγαπώ ρ μ
 Amy adores Martin and wants to marry him.
adore [sth] vtr informal (really like)λατρεύω ρ μ
 Serena adores chocolate; she eats it every day.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
adore vtr (divine worship)λατρεύω ρ μ
 Vivian, a devout Christian, adores God.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση adoring στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «adoring».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!