WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
addictive nature n (person: tendency to dependence) (άτομο)που έχει ροπή σε εθισμό περίφρ
  που ρέπει στον εθισμό περίφρ
addictive nature n (drug, etc.: habit-forming tendency) (ναρκωτικό, φάρμακο)εθιστική φύση, εθιστική ιδιότητα επίθ + ουσ θηλ
  εθιστικός χαρακτήρας επίθ + ουσ αρσ
 Due to its addictive nature, Vicodin is only available by prescription.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση addictive nature στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «addictive nature».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!