WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
abroad adv | (outside own country) | στο εξωτερικό φρ ως επίρ |
| (καθομιλουμένη) | έξω επίρ |
| I met many interesting people when I traveled abroad. |
| Γνώρισα πολλά ενδιαφέροντα άτομα όταν ταξίδεψα στο εξωτερικό. |
| Γνώρισα πολλά ενδιαφέροντα άτομα όταν ταξίδεψα έξω. |
abroad adv | (about, in circulation) | σε κυκλοφορία περίφρ |
| | έξω επίρ |
| (καθομιλουμένη) | παραέξω επίρ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| By the time Paul woke up, the rumours had spread abroad. |
| Όταν ξύπνησε ο Πωλ, οι φήμες είχαν κυκλοφορήσει παραέξω. |
abroad adv | (outside of home) | έξω επίρ |
| (για πόλη) | στον δρόμο, στους δρόμους φρ ως επίρ |
| It was a wild and windswept night and few people were abroad. |
abroad n | (foreign country) | το εξωτερικό περίφρ |
| (ανεπίσημο) | το έξω περίφρ |
| When Joy came back from abroad, her attitude was different. |
| Όταν η Τζόι επέστρεψε από το εξωτερικό, η συμπεριφορά της ήταν διαφορετική. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
abroad adv | (widely, over large area) | μακριά επίρ |
| | σε μεγάλη έκταση επίρ |
| | ευρέως επίρ |
| Once released from their pod, the seeds flew abroad. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs
|
blaze [sth] abroad vtr phrasal sep | (make known, broadcast) | διαδίδω ρ μ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: