abroad

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈbrɔːd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/əˈbrɔd/ ,USA pronunciation: respelling(ə brôd)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
abroad adv (outside own country)στο εξωτερικό φρ ως επίρ
  (καθομιλουμένη)έξω επίρ
 I met many interesting people when I traveled abroad.
 Γνώρισα πολλά ενδιαφέροντα άτομα όταν ταξίδεψα στο εξωτερικό.
 Γνώρισα πολλά ενδιαφέροντα άτομα όταν ταξίδεψα έξω.
abroad adv (about, in circulation)σε κυκλοφορία περίφρ
  έξω επίρ
  (καθομιλουμένη)παραέξω επίρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 By the time Paul woke up, the rumours had spread abroad.
 Όταν ξύπνησε ο Πωλ, οι φήμες είχαν κυκλοφορήσει παραέξω.
abroad adv (outside of home)έξω επίρ
  (για πόλη)στον δρόμο, στους δρόμους φρ ως επίρ
 It was a wild and windswept night and few people were abroad.
abroad n (foreign country)το εξωτερικό περίφρ
  (ανεπίσημο)το έξω περίφρ
 When Joy came back from abroad, her attitude was different.
 Όταν η Τζόι επέστρεψε από το εξωτερικό, η συμπεριφορά της ήταν διαφορετική.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
abroad adv (widely, over large area)μακριά επίρ
  σε μεγάλη έκταση επίρ
  ευρέως επίρ
 Once released from their pod, the seeds flew abroad.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
blaze [sth] abroad vtr phrasal sep (make known, broadcast)διαδίδω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
go abroad vi + adv (travel outside country)πάω στο εξωτερικό, πηγαίνω στο εξωτερικό περίφρ
  ταξιδεύω στο εξωτερικό περίφρ
 Stavros is planning to go abroad for the first time in his life.
 Ο Σταύρος σχεδιάζει να ταξιδέψει στο εξωτερικό για πρώτη φορά στη ζωή του.
settlement abroad n (emigration, moving to another country)εγκατάσταση στο εξωτερικό περίφρ
study abroad vi + adv (study in foreign country)σπουδάζω στο εξωτερικό ρ μ
 After high school, she intended to study abroad.
travel abroad vi + adv (go to a foreign country)ταξιδεύω στο εξωτερικό περίφρ
 As a journalist, Steve often travels abroad to cover international sporting events.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'abroad' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [imports, cars, products] from abroad, The [imports] were [sent, shipped, purchased] from abroad., is returning from abroad (next week), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση abroad στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «abroad».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!