• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
York n (English city)Υόρκη ουσ θηλ κύρ
 Have you ever been to York?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
New York n (New York City) (πόλη)Νέα Υόρκη ουσ θηλ
 The nickname of New York City is The Big Apple.
 Το παρατσούκλι της Νέας Υόρκης είναι Το Μεγάλο Μήλο.
New York n (New York state) (κράτος)Νέα Υόρκη ουσ θηλ
 The city of Buffalo is in upstate New York.
 Η πόλη Μπάφαλο βρίσκεται στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης.
New York City n (largest US city) (πόλη)Νέα Υόρκη ουσ θηλ κύρ
 New York City is widely known as The Big Apple.
New York State n (US state)πολιτεία της Νέας Υόρκης φρ ως ουσ θηλ
New York Stock Exchange n (stock market)το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης φρ ως ουσ ουδ
NYC n initialism (New York City)Νέα Υόρκη ουσ θηλ κύρ
  η Πόλη της Νέας Υόρκης φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'York' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση York στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «York».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!