St



  • WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: St, st

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
St.,
St
n
written, abbreviation (Saint: canonized person) (συντομογραφία: Άγιος/Αγία)Αγ. ουσ αρσ/θηλ άκλ
 St. Francis of Assisi is the patron saint of animals.
St.,
St
n
written, abbreviation (Street)οδός ουσ θηλ
 Joy bought a house on Maple St.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
st,
st.
n
written, abbreviation (weight: stone)μονάδα βάρους ίση με περίπου 6,5 κιλά
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
St | st
ΑγγλικάΕλληνικά
Peter,
Saint Peter,
St Peter
n
(Biblical saint, apostle)Απόστολος Πέτρος φρ ως ουσ αρσ πλ
  Πέτρος ουσ αρσ κύρ
 Peter spread the word of Christ.
St John's wort,
St. John's wort
n
colloquial (medicinal plant, herb)βάλσαμο, βαλσαμόχορτο ουσ ουδ
 St. John's wort is thought to alleviate symptoms of depression.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'St' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση St στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «St».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!