Jew

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈdʒuː/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/dʒu/ ,USA pronunciation: respelling( jo̅o̅)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Jew n ([sb] of Jewish religion)Εβραίος, Εβραία ουσ αρσ κύρ, ουσ θηλ κύρ
 She married a Jew but never converted.
 Παντρεύτηκε έναν Εβραίο αλλά εκείνη δεν άλλαξε ποτέ θρήσκευμα.
Jew n ([sb] of Hebrew descent)Εβραίος, Εβραία ουσ αρσ κύρ, ουσ θηλ κύρ
  Ιουδαίος, Ιουδαία ουσ αρσ κύρ, ουσ θηλ κύρ
 The Jews of the Bible had a huge number of laws.
 Οι Εβραίοι της Βίβλου είχαν πάρα πολλούς νόμους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Jew's harp,
mouth harp
n
(musical instrument played with mouth) (μουσικό όργανο)γκιμπάρντα ουσ θηλ
 The Jew's harp, or mouth harp, is played in various forms all round the world.
Sephardi,
Sephardic Jew
n
(Jewish person of Iberian origin)Σεφαραδίτες ουσ αρσ πληθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'Jew' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση Jew στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «Jew».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!