• WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: EMS, em

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
EMS n initialism (emergency medical service)πρώτες βοήθειες επίθ + ουσ θηλ πλ
EMS n initialism (European Monetary System)Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
em n (printing: unit of width)μεγάλη παύλα επίθ + ουσ θηλ
 An em is wider than an en.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
em | EMS
ΑγγλικάΕλληνικά
'em pron informal, abbreviation (them)τους άρθ ορ
em dash n (punctuation mark: long dash) (Η/Υ)μεγάλη παύλα ουσ θηλ
 Some people use em dashes to separate out subsidiary parts of sentences.
shoot-'em-up n (film: involves shooting)ταινία με πιστολίδι περίφρ
shoot-'em-up adj (film: involves shooting)με πιστολίδι περίφρ
shoot-'em-up n (video game: involves shooting)παιχνίδι με όπλα περίφρ
  παιχνίδι με πιστολίδι περίφρ
shoot-'em-up adj (video game: involves shooting)με όπλα περίφρ
  με πιστολίδι περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση EMS στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «EMS».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!