• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
BM n initialism (physiology: basal metabolism)βασικός μεταβολισμός επίθ + ουσ αρσ
BM n written, initialism (surveying: benchmark)σημείο αναφοράς φρ ως ουσ ουδ
BM n US, initialism (black male)μαύρος άνδρας επίθ + ουσ αρσ
BM n initialism (bowel movement)κένωση του εντέρου φρ ως ουσ θηλ
BM,
B.M.,
MB
n
initialism (degree: Bachelor of Medicine)πτυχία ιατρικής φρ ως ουσ ουδ
BM,
B.M.,
BMus
n
initialism (degree: Bachelor of Music)πτυχίο μουσικής φρ ως ουσ ουδ
BM,
B.M.
n
initialism (British Museum)Βρετανικό Μουσείο επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση BM στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «BM».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!