WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bashing n (act of beating)ξυλοδαρμός ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)ξύλο ουσ ουδ
 The bully was punished for his bashing of the smaller boys.
bashing n figurative (decisive defeat)συντριπτική ήττα επίθ + ουσ θηλ
 The team's bashing in the tournament was a great embarrassment.
-bashing n (unprovoked physical assault)επίθεση ουσ θηλ
  ξυλοδαρμός ουσ αρσ
Σχόλιο: Directly follows a noun.
-bashing n figurative, as suffix (verbal abuse of a group)αποδοκιμασία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)γιουχάρισμα ουσ ουδ
Σχόλιο: Directly follows a noun.
 Teacher-bashing has become common at the town meetings.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
gay-bashing n informal (homophobic attack or assault)ομοφοβική επίθεση επίθ + ουσ θηλ
queer-bashing n informal (homophobic attack or assault)ομοφοβική επίθεση επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση -bashing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «-bashing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!