wholesaling

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈhəʊlseɪlɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(hōlsā′ling)

From the verb wholesale: (⇒ conjugate)
wholesaling is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wholesale n (business)χονδρική επίθ ως ουσ θηλ
  χονδρικό εμπόριο επίθ + ουσ ουδ
  χοντρεμπόριο, χονδρεμπόριο ουσ ουδ
 They started out in wholesale, but recently they opened a retail store.
 Στην αρχή ασχολούνταν με το χονδρεμπόριο, όμως πρόσφατα άνοιξαν ένα κατάστημα λιανικής.
wholesale adj (sales: bulk)χονδρικός επίθ
  (σε γενική)χονδρικής ουσ θηλ
  (έμπορος)χονδρ- πρόθημα
 The retailer bought the goods from a wholesale merchant.
 Το κατάστημα αγόρασε τα προϊόντα από έναν έμπορο χονδρικής.
wholesale adj (price of distributor) (τιμή)χονδρικής ουσ ως επίθ
  χονδρικός επίθ
 I bought these TVs at wholesale rates.
 Αγόρασα αυτές τις τηλεοράσεις σε τιμές χονδρικής.
wholesale adj figurative (large-scale)εκτεταμένος μτχ πρκ
  ευρύς επίθ
 This philosopher's work gives a wholesale theory of personal freedom.
 Το έργο αυτού του φιλοσόφου παρουσιάζει μια ευρεία θεωρία για την προσωπική ελευθερία.
wholesale adv (at bulk price)σε χονδρική, σε τιμή χονδρικής φρ ως επίρ
  χονδρικά επίρ
 I bought these goods wholesale.
 Αγόρασα αυτά τα προϊόντα σε τιμή χονδρικής.
wholesale adv figurative (all together)συλλήβδην επίρ
  ανεξαιρέτως επίρ
 Henry threw everything wholesale into the boot of the car.
 Ο Χένρι τα πέταξε όλα ανεξαιρέτως στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wholesale [sth] vtr (sell in big quantities)πουλάω χονδρικά ρ μ + επίρ
  πουλάω σε χονδρική περίφρ
 This distributor wholesales shoes.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
sell [sth] wholesale vtr + adv (offer at bulk price)πουλάω χοντρική περίφρ
wholesale dealer n ([sb] selling for resale)έμπορος χονδρικής φρ ως ουσ αρσ
  χονδρέμπορος ουσ αρσ
 You can only get the product from the wholesale dealer.
wholesale nursery n (place: grows, sells plants in bulk)φυτώριο, σπορείο ουσ ουδ
wholesale price n (cost of [sth] purchased in bulk)χονδρική πώληση ουσ θηλ
 The wholesale price is always much cheaper than the retail price.
wholesale store n (shop: supplies goods in bulk)κατάστημα χονδρικής πώλησης, πρατήριο χονδρικής πώλησης φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wholesaling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wholesaling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!