Ο όρος 'weightlifter' παραπέμπει στον όρο 'lifter'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'weightlifter' is cross-referenced with 'lifter'. It is in one or more of the lines below.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
weightlifter, weight-lifter, weight lifter n | (athlete who lifts weights) | αθλητής της άρσης βαρών, αθλήτρια της άρσης βαρών φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | αρσιβαρίστας, αρσιβαρίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | The weightlifter is training for the Olympic Games. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| lifter n | (lifting mechanism) | ανελκυστήρας ουσ αρσ |
| | | ανυψωτικός μηχανισμός επίθ + ουσ αρσ |
| | The lifter failed to operate so it was replaced. |
| | Ο ανυψωτικός μηχανισμός χάλασε και έτσι αντικαταστάθηκε. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| lifter n | informal, abbreviation (person who lifts weights) (άτομο) | αρσιβαρίστας, αρσιβαρίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | She became a lifter to increase her upper body strength. |
| | Έγινε αρσιβαρίστρια για να αυξήσει την δύναμη του πάνω μέρους του σώματός της. |
| lifter n | informal, abbreviation (person: shoplifter, thief) | κλέφτης ουσ αρσ |
| | The store prosecutes lifters aggressively. |
| | Το κατάστημα διώκει επιθετικά τους κλέφτες. |