WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
virtue n | (moral goodness) | αγνότητα, ηθικότητα, ηθική ουσ θηλ |
| | καλοσύνη, αρετή ουσ θηλ |
| | καλή πρόθεση επίθ + ουσ θηλ |
| Laws exist because society cannot rely on virtue alone to stop people doing bad things. |
| Οι νόμοι υπάρχουν διότι η κοινωνία δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στην ηθικότητα των ανθρώπων για να τους αποτρέψει από το να κάνουν κακές πράξεις. |
virtue n | (admirable trait) | προτέρημα ουσ θηλ |
| | αρετή ουσ θηλ |
| (καθομ: χαρακτηριστικό) | θετικό επίθ ως ουσ ουδ |
| John's greatest virtue is his incredible compassion. |
| Η μεγαλύτερη αρετή του Τζον είναι η απίστευτη συμπόνοια του. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
virtue n | (sexual continence) | αγνότητα, ηθική ουσ θηλ |
| There was a time when a woman's virtue was very important if she wanted to find a husband. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: