survey

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations noun: /ˈsɜːrveɪ/, verb: /sərˈveɪ/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/v. sɚˈveɪ; n. ˈsɝveɪ/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(v. sər vā; n. sûrvā, sər vā)


Inflections of 'survey' (n): npl: surveys
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
survey n (of opinions)έρευνα ουσ θηλ
  δημοσκόπηση ουσ θηλ
  (συχνά για πολιτική)γκάλοπ ουσ ουδ άκλ
  έρευνα μέτρησης φρ ως ουσ θηλ
 This survey was conducted by phone and asked people's political opinions.
 Αυτή η έρευνα διεξάχθηκε τηλεφωνικά και αφορούσε τις πολιτικές απόψεις των ατόμων.
survey [sth/sb] vtr (gather opinions)πραγματοποιώ σφυγμομέτρηση σε κτ/κπ, κάνω σφυγμομέτρηση σε κτ/κπ έκφρ
  σφυγμομετρώ ρ μ
  (επίσημη διαδικασία)δημοσκοπώ ρ μ
  (χωρίς οργανωμένη διαδικασία)παίρνω γνώμες, ζητάω γνώμες περίφρ
 The newspaper surveyed 50,000 people to find out their opinions on modern issues.
 Ben surveyed the group to see where they wanted to go to lunch.
 Η εφημερίδα έκανε σφυγμομέτρηση σε 50.000 άτομα για να μάθει τη γνώμη τους για σύγχρονα ζητήματα.
 Ο Μπεν πήρε γνώμες από την παρέα για να δει που ήθελαν να πάνε για μεσημεριανό.
survey [sth] vtr (measure for mapping)τοπογραφώ ρ μ
  (ζαργκόν ή καθομιλουμένη)μετράω, μετρώ ρ μ
 They surveyed the property to get the map drawn right.
 Τοπογράφησαν την περιοχή για φτιάξουν τον χάρτη σωστά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
survey n (map)τοπογραφική μελέτη επίθ + ουσ θηλ
  (πιο απλά)σχέδιο ουσ ουδ
  χάρτης ουσ αρσ
 The survey even shows where the trees are in the area.
survey n (overview)επισκόπηση ουσ θηλ
 The survey of the art market was extremely well done.
survey n (act of examining a house)επιθεώρηση ουσ θηλ
  έλεγχος ουσ αρσ
 The survey of the house by the inspector lasted for two hours.
survey n (assessment of a house)αξιολόγηση ουσ θηλ
 The inspector had the survey ready two days after the inspection.
survey n UK (surveying department)τοπογραφική υπηρεσία επίθ + ουσ θηλ
 We need to hand this matter over to survey now.
survey [sth] vtr (examine a house)επιθεωρώ, ελέγχω ρ μ
 We had an inspector come to survey the house.
survey [sth] vtr (scrutinize)επιθεωρώ ρ μ
  ελέγχω διεξοδικά, εξετάζω διεξοδικά ρ μ + επίρ
 The chess player surveyed the board before making his next move.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
customer satisfaction survey n (questionnaire)έρευνα ικανοποίησης πελατών περίφρ
  έρευνα για το βαθμό ικανοποίησης πελατων περίφρ
survey data n (results of an investigation or poll)στοιχεία έρευνας, αποτελέσματα έρευνας περίφρ
survey research n (investigative questioning)έρευνα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'survey' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: survey [the class, our employees, their users, the population], a [political, social, cultural, health] survey, survey [results, analysis, center], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση survey στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «survey».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!