WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sorrow n (extreme sadness)θλίψη, λύπη, στεναχώρια ουσ θηλ
  (μεταφορικά)πίκρα ουσ θηλ
  πόνος ουσ αρσ
  (λόγιος)οδύνη ουσ θηλ
 Tim was overwhelmed by sorrow when his mother died.
sorrow n (cause of sadness)καημός, πόνος ουσ αρσ
  (μεταφορικά)πίκρα ουσ θηλ
  στεναχώρια ουσ θηλ
  (παλαιό, λόγιος)κρίμα ουσ ουδ
 Emma's greatest sorrow was that her father hadn't lived to see her achieve her ambition.
sorrow for [sb] vi + prep literary (feel sad for)στενοχωριέμαι για κπ ρ αμ + πρόθ
  λυπάμαι για κπ ρ αμ + πρόθ
 The congregation sang the hymn 'O mother of sorrows, who sorrows for all'.
sorrow over [sth/sb] vi + prep literary (feel sad about)στενοχωριέμαι για κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
  λυπάμαι για κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
 This poor woman is sorrowing over the loss of her husband.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sorrowing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sorrowing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!