regain

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/rɪˈgeɪn/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/riˈgeɪn/ ,USA pronunciation: respelling(rē gān)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
regain [sth] vtr (get back)ξανακερδίζω ρ μ
  (επίσημο)ανακτώ ρ μ
 After his affair, John had to work hard to regain his wife's trust.
 Μετά την παράλληλη σχέση του, ο Τζον έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της γυναίκας του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
regain [sth] vtr (reach again) (σε κτ ή κάπου)επιστρέφω ρ αμ
  ξαναφτάνω ρ αμ
 The soldiers regained camp at nightfall.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
regain consciousness vtr + n (wake up)ανακτώ τις αισθήσεις μου εκφρ
  ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου εκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'regain' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: regain [power, control, the lead, confidence, his freedom], the [Republicans, Democrats, rebels, army] regained [power], regain control of the [house, government, class, nation], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση regain στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «regain».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!