pursuit

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/pərˈsjuːt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/pɚˈsut/ ,USA pronunciation: respelling(pər so̅o̅t)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pursuit n (search)αναζήτηση ουσ θηλ
  επιδίωξη ουσ θηλ
  (μεταφορικά)κυνήγι ουσ ουδ
 We are all engaged in the pursuit of happiness.
 Όλοι ασχολούμαστε με την αναζήτηση της ευτυχίας.
pursuit n (chase)καταδίωξη ουσ θηλ
  (μόνο για ανθρώπους)ανθρωποκυνηγητό ουσ ουδ
 The police pursuit ended in the capture of the suspect.
 Η καταδίωξη της αστυνομίας ολοκληρώθηκε με τη σύλληψη του υπόπτου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pursuit n (activity)δραστηριότητα ουσ θηλ
  ασχολία, απασχόληση ουσ θηλ
 Rock climbing is Jon's favourite pursuit.
pursuit n (striving) (με γενική)επιδίωξη της επίτευξης έκφρ
  (μεταφορικά)κυνήγι ουσ ουδ
 Angela is determined in the pursuit of her ambitions.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
in hot pursuit adv informal (close behind) (ακολουθώ, στο χώρο)κατά πόδας φρ ως επίρ
  (στο χώρο ή το χρόνο)πολύ κοντά φρ ως επίρ
  (στο χρόνο)με μικρή διαφορά περίφρ
 The police arrived in hot pursuit of the robbers.
in pursuit adv (chasing)καταδιώκοντας μτχ ενεστ
  που καταδιώκει περίφρ
 The rabbit ran down the lane with the dogs following in pursuit.
in pursuit of [sth/sb] prep (chasing)που καταδιώκει κπ/κτ περίφρ
 The hounds were in pursuit of a fox.
in pursuit of [sth/sb] prep (seeking)σε αναζήτηση περίφρ
  για να βρω κτ/κπ περίφρ
  αναζητώντας κπ/κτ μτχ ενεστ
 He went to the valley in pursuit of tranquillity.
pursuit of happiness n (search for contentment in life)επιδίωξη της ευτυχίας, αναζήτηση της ευτυχίας φρ ως ουσ θηλ
  (μεταφορικά)κυνήγι της ευτυχίας έκφρ
 Many people feel that the pursuit of happiness is not the only purpose of life.
recreational pursuit n formal (hobby)χόμπι ουσ ουδ άκλ
  ψυχαγωγική ασχολία επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'pursuit' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: in pursuit of his [career, life] goals, the [police, cops] are in hot pursuit (of), in hot pursuit of the [criminal, kidnapper], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση pursuit στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «pursuit».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!