• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
prevent [sb] doing [sth],
prevent [sb] from doing [sth]
v expr
(stop: [sb] doing [sth](κπ από το να κάνει κτ)αποτρέπω ρ μ
  (κπ να κάνει κτ)εμποδίζω ρ μ
 The police officer prevented her from entering the building.
 Ο αστυνομικός την απέτρεψε από το να μπει στο κτίριο.
prevent [sth] vtr (stop: [sth] happening)αποτρέπω ρ μ
  προλαμβάνω ρ μ
 The vast majority of household accidents can easily be prevented.
 Η μεγάλη πλειοψηφία των οικιακών ατυχημάτων μπορεί εύκολα να αποτραπεί.
prevent [sth] vtr (protect against: disease)προλαμβάνω ρ μ
 To prevent gingivitis, be sure to floss!
 Για να προλάβεις την ουλίτιδα πρέπει να χρησιμοποιείς νήμα!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση preventer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «preventer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!