peacefully

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpiːsfʊli/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
peacefully adv (without violence) (χωρίς βία)ειρηνικά επίρ
 Protesters left the scene peacefully after the march.
 Οι διαδηλωτές απομακρύνθηκαν ειρηνικά από το χώρο μετά την πορεία.
peacefully adv (calmly, quietly)ειρηνικά επίρ
  ήρεμα, ήσυχα επίρ
 Please try to settle your dispute peacefully.
 Παρακαλώ προσπαθήστε να λύσετε τη διαφωνία σας ειρηνικά.
 Παρακαλώ προσπαθήστε να λύσετε τη διαφωνία σας ήρεμα (or: ήσυχα).
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'peacefully' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση peacefully στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «peacefully».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!