Κύριες μεταφράσεις |
parent n | (mother or father) | γονέας ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | γονιός ουσ αρσ |
| Being a good parent can be hard work. |
| Το να είσαι καλός γονέας μπορεί να είναι σκληρή δουλειά. |
parents npl | (mother and father) | γονείς ουσ αρσ πλ |
| Mark still lives with his parents. |
parent n as adj | (controlling, owning) | μητρικός επίθ |
| Our parent company operates internationally. |
| Η μητρική μας εταιρεία δραστηριοποιείται διεθνώς. |
parent [sb]⇒ vtr | (raise) | μεγαλώνω ρ μ |
| (επίσημο) | ανατρέφω ρ μ |
| Since Tom's mother left, Henry has been doing his best to parent Tom on his own. |
| Από τότε που η μητέρα του Τομ έφυγε, ο Χένρυ κάνει ό,τι μπορεί ώστε να μεγαλώσει τον Τομ μόνος του. |
Σύνθετοι τύποι:
|
co-parent [sb], coparent [sb]⇒ vtr | (raise child while separated) | μεγαλώνω από κοινού κπ έκφρ |
| | έχω αναλάβει από κοινού την ανατροφή κπ έκφρ |
co-parent⇒ vi | (separated parents: raise child) | μεγαλώνω από κοινού το παιδί έκφρ |
| | έχω αναλάβει από κοινού την ανατροφή έκφρ |
foster parent n | (temporary parent) | θετός γονέας ουσ αρσ |
| It's not easy being a foster parent, knowing the child could be removed at any time. |
holding company n | (firm that owns majority of shares) | ελέγχουσα εταιρεία, ελέγχουσα εταιρία επίθ + ουσ θηλ |
| | εταιρεία χαρτοφυλακίου,εταιρία χαρτοφυλακίου φρ ως ουσ θηλ |
parent brand n | (overall trademark) (εταιρείας) | μητρική μάρκα επίθ + ουσ θηλ |
parent company n | (firm that owns majority of shares) | μητρική εταιρία επίθ + ουσ θηλ |
| This is the parent company of several successful food and clothing brands. |
parent element n | (computer code: higher tag) (πληροφορική: δενδροειδής δομή δεδομένων) | γονέας ουσ αρσ |
| | κόμβος-γονέας φρ ως ουσ αρσ |
Σχόλιο: Ο γονέας είναι το στοιχείο που είναι πιο κοντά στη ρίζα του δέντρου. |
| In XML formatting, most elements can have several child elements, but only one parent element. |
| Στην περίπτωση της μορφοποίησης δεδομένων XML, τα περισσότερα στοιχεία έχουν πολλούς απογόνους, αλλά μόνο έναν γονέα. |
parent rock n | (geology: bedrock) (μεταφορικά: γεωλογία) | μητρικό πέτρωμα επίθ + ουσ ουδ |
| Marble is formed from the parent rock of limestone. |
Parent-Teacher Association n | (group: involves parents in school) | σύλλογος δασκάλων και γονέων φρ ως ουσ αρσ |
single parent, lone parent n | (mother or father without a partner) | ανύπαντρος γονέας ουσ αρσ |
| The friends are both single parents; Jess is a widow, Zoe is divorced. |
single-parent, one-parent n as adj | (with one parent) | μονογονεϊκός επίθ |
stepparent, step-parent, step parent n | (mother or father's spouse) | θετός γονέας επίθ + ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | θετός γονιός επίθ + ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη: ο ένας εκ των δύο) | πατριός, μητριά ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| Marty has very loving stepparents, and he feels comfortable whether he is at his mom's house or his dad's house. |