• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
omit [sth/sb] vtr (leave [sth] out)παραλείπω ρ μ
  (μεταφορικά)προσπερνάω, προσπερνώ, παρακάμπτω ρ μ
 Alex omitted part of the story that wasn't suitable for children.
omit to do [sth] v expr (fail to do [sth](να κάνω κτ)παραλείπω, αμελώ ρ μ
  (δε θυμάμαι, δε σκέφτομαι)ξεχνάω, ξεχνώ ρ μ
 Angela omitted to send David an invitation to the party.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'omitting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση omitting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «omitting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!