oblige

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈblaɪdʒ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/əˈblaɪdʒ/ ,USA pronunciation: respelling(ə blīj)

Inflections of 'oblige' (v): (⇒ conjugate)
obliges
v 3rd person singular
obliging
v pres p
obliged
v past
obliged
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
oblige [sb] to do [sth] v expr (force, obligate [sb] to do [sth])υποχρεώνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω ρ μ
 Daniel's behaviour obliged his mother to apologise on his behalf.
 Η συμπεριφορά του Ντάνιελ ανάγκασε τη μητέρα του να ζητήσει συγγνώμη εκ μέρους του.
oblige [sb] vtr (accommodate)βοηθάω, βοηθώ ρ μ
  εξυπηρετώ ρ μ
 John asked Mary for help and she was happy to oblige him.
 Ο Τζον ζήτησε βοήθεια από τη Μαίρη και εκείνη με χαρά τον εξυπηρέτησε.
oblige vi (accommodate)βοηθάω, βοηθώ ρ αμ
  εξυπηρετώ ρ μ
 John asked Mary for help and she was happy to oblige.
 Ο Τζον ζήτησε από τη Μαίρη βοήθεια και εκείνη με χαρά τον εξυπηρέτησε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
oblige [sb] vtr always passive (make indebted, grateful) (εγώ ο ίδιος)είμαι υπόχρεος σε κπ, είμαι υποχρεωμένος σε κπ ρ έκφρ
  χρωστάω χάρη σε κπ έκφρ
 We are much obliged to you for your help.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
noblesse oblige n (of privileged people)υποχρεώσεις λόγω ευγενικής καταγωγής, υποχρεώσεις που πηγάζουν από προνόμια φρ ως ουσ θηλ πλ
  τα προνόμια συνεπάγονται υποχρεώσεις έκφρ
  όπως επιβάλλει η καταγωγή μου, όπως επιβάλλει η ευγενική καταγωγή μου έκφρ
  από αίσθημα ευθύνης, από αίσθημα υποχρέωσης έκφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Παρατίθεναι ορισμένες εναλλακτικές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά περίπτωση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'oblige' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση oblige στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «oblige».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!