marketing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmɑːrkɪtɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈmɑrkɪtɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(märki ting)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: marketing, market

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
marketing n (profession)μάρκετινγκ ουσ ουδ άκλ
  (σπάνιο)αγοραλογία ουσ θηλ
 Tom works in marketing.
 Ο Τομ εργάζεται στο μάρκετινγκ.
marketing n (department)μάρκετινγκ ουσ ουδ άκλ
  τμήμα μάρκετινγκ φρ ως ουσ ουδ
 Dana asked to be transferred to marketing because she didn't like her job in production.
 Η Ντάνα ζήτησε να μετατεθεί στο μάρκετινγκ γιατί δεν της άρεσε η δουλειά της στην παραγωγή.
marketing n (of a product)μάρκετινγκ ουσ ουδ άκλ
  προώθηση ουσ θηλ
  (σπάνιο)αγοραλόγηση ουσ θηλ
 The product was good, but the marketing was so bad that the company didn't sell anything.
 Το προϊόν ήταν καλό, αλλά το μάρκετινγκ ήταν τόσο κακό που η εταιρεία δεν πούλησε τίποτα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
marketing n (studies)μάρκετινγκ ουσ ουδ άκλ
  (σπάνιο)αγοραλογία ουσ θηλ
 Erin studied marketing at school.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
market n (street stalls)αγορά ουσ θηλ
  λαϊκή αγορά επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)λαϊκή επίθ ως ουσ θηλ
 They set up the market at four o'clock in the morning.
 Έστησαν την αγορά στις τέσσερις το πρωί.
 Έστησαν τη λαϊκή στις τέσσερις το πρωί.
market n (conditions for trade)αγορά ουσ θηλ
 The market for new houses is strong.
 Η αγορά καινούριων ακινήτων είναι ισχυρή.
market n (demand)αγορά ουσ θηλ
 I think there is a big market for customized motorcycles.
 Πιστεύω πως υπάρχει μεγάλη αγορά για μηχανές.
market n (area of trade)αγορά ουσ θηλ
 The employment market has changed dramatically over the past 30 years.
 Η αγορά εργασίας έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 30 χρόνια.
market [sth] vtr (advertise, promote)προωθώ ρ μ
 The company marketed their new brand of toothpaste.
 Η εταιρία προώθησε την καινούρια μάρκα οδοντόπαστας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
market n (rates of buying and selling)αγορά ουσ θηλ
 The market in Australian dollars is too high today, so don't buy.
 Η αγορά του δολαρίου Αυστραλίας είναι πολύ ψηλά σήμερα, γι' αυτό μην αγοράζεις.
market n abbreviation (finance: stock market)αγορά ουσ θηλ
  (κατά λέξη)χρηματιστηριακή αγορά επίθ + ουσ θηλ
  χρηματιστήριο ουσ ουδ
 The market went down by 2% today.
 Η αγορά σημείωσε πτώση 2% σήμερα.
market [sth] vtr (put up for sale)πουλάω, πουλώ ρ μ
  βγάζω στην αγορά, διαθέτω προς πώληση έκφρ
 The coffee shop started marketing their special Christmas drinks in early November.
market [sth] vtr (sell, trade in)πουλάω, πουλώ ρ μ
  εμπορεύομαι ρ μ
 They market video games.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
marketing | market
ΑγγλικάΕλληνικά
business marketing n (promotion of commercial activity)βιομηχανικό μάρκετινγκ επίθ + ουσ ουδ άκλ
  b2b μάρκετινγκ περίφρ
marketing authorization,
also UK: marketing authorisation
n
(permission to advertise)άδεια κυκλοφορίας φρ ως ουσ θηλ
marketing budget n (money allocated to promoting [sth])προϋπολογισμός για μάρκετινγκ περίφρ
  προϋπολογισμός για προώθηση περίφρ
  προυπολογισμός διαφήμισης περίφρ
marketing clout n (powerful product advertising) (μάρκετινγκ: προϊόν)ισχυρή διαφημιστική προβολή φρ ως ουσ θηλ
marketing plan n (promotional strategy)σχέδιο μάρκετινγκ περίφρ
 Our marketing plan will detail how we intend to market this product.
marketing system n (advertising strategy)μέθοδοι μάρκετινγκ, στρατηγική μάρκετινγκ περίφρ
trade marketing n (promoting to retailers)μάρκετινγκ εμπορίου ουσ ουδ
Σχόλιο: μάρκετινγκ: ξενικό, άκλιτο
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'marketing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is a marketing [trick, strategy, ploy], [runs, owns, manages] a marketing agency, is the marketing [manager, director] (of the company), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση marketing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «marketing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!