WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| letting up n | (act of relenting) | υποχώρηση ουσ θηλ |
| letting up n | (stopping or pause) | υποχώρηση ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | σταματημός ουσ αρσ |
| | It has been raining all day and shows no sign of letting up. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| let up vi phrasal | (ease off, lessen) | ελαττώνω, λιγοστεύω ρ μ |
| | | μειώνω ρ μ |
| | The heavy rain let up after four hours of incessant downpour. |
| | Η δυνατή βροχή ελαττώθηκε μετά από τέσσερις ώρες ακατάπαυστης νεροποντής. |
| let up on [sth] v expr | (stop doing [sth]) | εγκαταλείπω, σταματώ ρ μ |
| | (καθομιλουμένη) | το βάζω κάτω σχετικά με κτ έκφρ |
| | The strikers have stated that they will not be letting up on their campaign of action. |
| | Οι διαδηλωτές δήλωσαν ότι δεν θα σταματήσουν την εκστρατεία δράσης τους. |
| let up on [sb] v expr | (stop making difficulties for [sb]) | συμπεριφέρομαι σε κπ με επιείκεια περίφρ |
| | | δείχνω επιείκεια σε κπ περίφρ |
| | The boss has just given Charlie another pile of work; she never lets up on him. |
| | Η εργοδότρια του Τσάρλι τον φόρτωσε πάλι με επιπλέον δουλειά. Ποτέ δεν του συμπεριφέρεται με επιείκεια. |
| let up vi phrasal | (stop, cease) | σταματάω, σταματώ ρ αμ |
| | (βροχή, αέρας) | κόβω ρ αμ |
| | Emily is always moaning about her boyfriend—she never lets up! |
| | Η Έμιλυ παραπονιέται συνέχεια για το αγόρι της, δεν σταματάει ποτέ! |
| let up about [sth] v expr | (subject: stop talking about) | σταματώ να μιλώ για κτ περίφρ |
| | (μεταφορικά) | ξεχνάω, ξεχνώ ρ μ |
| | Matt was late home on Friday night and his wife still hasn't let up about it. |
| | Ο Ματ άργησε να επιστρέψει στο σπίτι την Παρασκευή το βράδυ και η γυναίκα του δεν έχει σταματήσει να μιλά για αυτό το θέμα. |
| let-up n | (easing off, lessening) (καθομιλουμένη) | χαλάρωση ουσ θηλ |
| | (μεταφορικά) | ελαστικοποίηση ουσ θηλ |
| | There has been no let-up in the rain since yesterday. |