• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
invent [sth] vtr (new things)εφευρίσκω ρ μ
 Peter invented a new way to collect solar energy.
 Ο Πήτερ εφηύρε έναν νέο τρόπο συλλογής ηλιακής ενέργειας.
invent [sth] vtr (lies)επινοώ, εφευρίσκω ρ μ
  μηχανεύομαι ρ μ
  (καθομιλουμένη)σκαρφίζομαι ρ μ
 Larry invented a ridiculous story about what he was doing last night.
 Ο Λάρυ επινόησε μια γελοία ιστορία για το τι έκανε χτες βράδυ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'invented' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση invented στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «invented».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!