WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| housewares npl | (household goods) | οικιακά είδη, είδη σπιτιού, είδη οικιακής χρήσης φρ ως ουσ ουδ πλ |
| | My father is a traveling salesman who goes door to door selling all kinds of housewares. |
| houseware n as adj | (relating to household goods) | οικιακών ειδών, ειδών σπιτιού φρ ως επίθ |
| | (καθομιλουμένη) | για το σπίτι περίφρ |
| | I need to find the houseware section of the store and pick up a new toaster. |
| | Πρέπει να βρω το τμήμα οικιακών ειδών του καταστήματος και να πάρω μια νέα φρυγανιέρα. |
| | Πρέπει να βρω το τμήμα του καταστήματος για το σπίτι και να πάρω μια νέα φρυγανιέρα. |