horrifying

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈhɒrɪfaɪɪŋ/

From the verb horrify: (⇒ conjugate)
horrifying is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: horrifying, horrify

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
horrifying adj (shockingly awful)τρομακτικός, φρικιαστικός, αποκρουστικός επίθ
 The violence in that film is horrifying.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
horrify [sb] vtr (shock, upset)σοκάρω, αναστατώνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)φρικάρω ρ μ
 I don't mean to horrify you, but there's been an accident.
horrify [sb] vtr (disgust or frighten) (μεγάλος φόβος)τρομάζω, τρομοκρατώ ρ μ
  πανικοβάλω ρ μ
  (καθομιλουμένη)φρικάρω, κοψοχολιάζω ρ μ
 The sight of the accident horrified the onlookers.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'horrifying' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση horrifying στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «horrifying».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!