WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| greet [sb]⇒ vtr | (welcome guests, customers) | καλωσορίζω, υποδέχομαι ρ μ |
| | While Mary goes to greet the guests, Fred finishes setting the table for dinner. |
| | Ενώ η Μαίρη υποδέχεται τους καλεσμένους, ο Φρεντ ολοκληρώνει το στρώσιμο του τραπεζιού για το δείπνο. |
| greet [sb] vtr | (say hi) | χαιρετάω, χαιρετώ ρ μ |
| | | λέω γεια περίφρ |
| | In this small town, strangers greet you in the street. |
| | Σε αυτή τη μικρή πόλη η άγνωστοι σε χαιρετάνε στον δρόμο. |
| greet [sb/sth]⇒ vtr | often passive (react to) (με κτ) | γίνομαι δεκτός ρ έκφρ |
| | | κάνω κπ/κτ δεκτό περίφρ |
| | The teacher's questions were greeted by confused silence from her students. |
| | Οι ερωτήσεις της καθηγήτριας έγιναν δεκτές με αμήχανη σιωπή από τους μαθητές. |
| | Οι μαθητές έκαναν δεκτές τις ερωτήσεις της καθηγήτριας με αμήχανη σιωπή. |