WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| good shit n | vulgar, offensive, informal (drug that is unadulterated) (αργκό) | καλό πράμα, πρώτο πράμα επίθ + ουσ ουδ |
| | That marijuana is some good shit. |
| the good shit n | vulgar, offensive, informal ([sth] of top quality) (αργκό, πιθανώς προσβλητικό) | γαμάτος επίθ |
| | (αργκό, μεταφορικά) | τα σπάει έκφρ |
| | (αργκό, μεταφορικά) | κορυφή ουσ ως επίθ |
| | (αργκό) | καλό πράμα, πρώτο πράμα επίθ + ουσ ουδ |
| | Taste this bourbon. This is the good shit, man. |
| | Δοκίμασε αυτό το μπέρμπον. Είναι γαμάτο, μεγάλε. |
| | Δοκίμασε αυτό το μπέρμπον. Τα σπάει, μεγάλε. |
| | Δοκίμασε αυτό το μπέρμπον. Είναι κορυφή, μεγάλε. |
| | Δοκίμασε αυτό το μπέρμπον. Είναι πρώτο πράμα, μεγάλε. |