• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: fumbling, fumble

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fumbling n (clumsy physical act)άγαρμπη κίνηση επίθ + ουσ θηλ
fumbling n (clumsy search for ideas, words)αδέξια αναζήτηση επίθ + ουσ θηλ
  αδέξια προσπάθεια να βρω κτ έκφρ
fumbling adj (clumsy, groping)αδέξιος επίθ
  άγαρμπος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fumble for [sth] vi + prep (rummage) (κάτι)ψάχνω ρ μ
  (για να βρω κάτι)ψαχουλεύω ρ αμ
 I fumbled in my bag for my car keys.
 Έψαξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου μέσα στην τσάντα μου.
fumble to do [sth] v expr (rummage)ψάχνω να κάνω κτ περίφρ
  ψαχουλεύω για να βρω κάτι περίφρ
 She fumbled to find a pen among all the junk in her handbag.
 Έψαχνε να βρει ένα στυλό μέσα σε όλη τη σαβούρα στην τσάντα της.
fumble with [sth] vi + prep (handle clumsily) (καθομιλουμένη)παιδεύομαι με κτ ρ αμ + πρόθ
 Neil fumbled with his keys and almost dropped them.
fumble for [sth] vi + prep figurative (struggle to say [sth])πασχίζω να πω κτ περίφρ
  (λέξεις, λόγια)πασχίζω να βρω κτ περίφρ
 She asked if I needed anything else and I fumbled for the right words.
 Με ρώτησε αν ήθελα κάτι άλλο και πάσχισα να βρω τις σωστές λέξεις.
fumble n (sport: dropping ball)πτώση ουσ θηλ
  χάσιμο ουσ ουδ
 A fumble resulted in a massive pileup on the ball.
fumble [sth] vtr (sport: drop ball)χάνω ρ μ
 The receiver fumbled the ball and the other team picked it up.
 Ο παίχτης έχασε τη μπάλα και η άλλη ομάδα την έπιασε.
fumble vi (sport: drop ball)χάνω την μπάλα περίφρ
 The goalkeeper fumbled and the opposing team scored their third goal.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
fumble | fumbling
ΑγγλικάΕλληνικά
fumble around,
UK: fumble about
vi phrasal
(do things clumsily)κάνω κτ αδέξια ρ μ + επίρ
  προσπαθώ να κάνω κτ έκφρ
  (μεταφορικά)παλεύω να κάνω κτ έκφρ
  παλεύω με κτ έκφρ
 He's fumbling around in the kitchen; can't you hear the noise?
 Κάτι προσπαθεί να κάνει στην κουζίνα. Δεν ακούς τον θόρυβο;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fumbling' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fumbling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fumbling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!