frying

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈfraɪɪŋ/

From the verb fry: (⇒ conjugate)
frying is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fry [sth] vtr (cook)τηγανίζω ρ μ
 Kelsey fried the potatoes until they were golden.
 Η Κέσλεϋ τηγάνισε τις πατάτες μέχρι που έγιναν χρυσαφένιες.
fry vi (food: be fried)τηγανίζομαι ρ αμ
 Put the bacon in the pan to fry.
 Βάλτε το μπέικον στο τηγάνι να τηγανιστεί.
fry,
plural: fry
n
(small fish)ψαράκι ουσ ουδ
 We went out fishing today but didn't even catch a fry.
 Πήγαμε για ψάρεμα σήμερα αλλά δεν πιάσαμε ούτε ψαράκι.
fry n US, usually plural (french fry, thin chip)τηγανητή πατάτα επίθ + ουσ θηλ
  (αν εννοείται από τα συμφραζόμενα)πατάτα ουσ θηλ
 Kate dipped a fry in ketchup and ate it.
 Η Κέιτ βούτηξε μια τηγανητή πατάτα στο κέτσαπ και την έφαγε.
fries npl US (serving of french fries)τηγανητές πατάτες επίθ + ουσ θηλ
  (αν εννοείται από τα συμφραζόμενα)πατάτες ουσ θηλ πλ
 That place serves the best steak and fries in town.
 Εκείνο το μαγαζί έχει την καλύτερη μπριζόλα με τηγανητές πατάτες της πόλης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fry vi slang, figurative (be sunburned) (μεταφορικά: από τον ήλιο)ψήνομαι ρ αμ
 Jill fell asleep outside and fried in the sun for an hour.
fry vi slang, figurative (die by electric chair) (κατά λέξη)εκτελούμαι στην ηλεκτρική καρέκλα περίφρ
  (αργκό: ελεύθερη απόδοση)γίνομαι ψητός ρ έκφρ
 That guy's been convicted of murder; he's going to fry.
fry [sb] vtr slang, figurative (execute by electric chair)στέλνω στην ηλεκτρική καρέκλα περίφρ
 The state fried the death row inmate last week.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
fry [sth] up,
fry up [sth]
vtr phrasal insep
informal (cook by frying)τηγανίζω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
cottage fry n usually plural (fried potato slice)στρογγυλή τηγανητή πατάτα φρ ως ουσ θηλ
deep fry [sth],
deep-fry [sth]
vtr
(boil in fat, oil)τηγανίζω ρ μ
  (κατά λέξη)τηγανίζω σε πολύ λάδι περίφρ
 A popular way to cook chicken is to deep fry it so that it has a crispy skin.
fish fry n US (event: fried fish is served)εκδήλωση στην οποία σερβίρονται ψάρια ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Our church is having a fish fry on Friday.
French fry,
french fry
n
mainly US, often plural (thin fried stick of potato)τηγανητή πατάτα επίθ + ουσ θηλ
 I'll take my hamburger with a side of french fries, please.
 Θα ήθελα το χάμπουργκερ με τηγανητές πατάτες, παρακαλώ.
French fry,
French-fry,
french-fry
vtr
US (fry in deep fat)τηγανίζω ρ μ
  (κατά λέξη)τηγανίζω σε πολύ λάδι έκφρ
fry cook (fried food cook)μάγειρας που ειδικεύεται στα τηγανητά
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
fry-up n UK, informal (meal: fried egg, sausage, etc.)πιάτο με τηνανητά
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
frying pan,
skillet (mainly US),
also US: frypan,
fry pan
n
(shallow pan for frying)τηγάνι ουσ ουδ
 She served the potatoes right out of the skillet.
 Σέρβιρε τις πατάτες κατευθείαν από το τηγάνι.
frypan,
fry-pan
n
US, Aus (skillet)τηγάνι ουσ ουδ
have other fish to fry v expr figurative (have [sth] else to do)έχω κι άλλα πράγματα να κάνω έκφρ
 I can't wait around here, I've other fish to fry.
pan-fry [sth] vtr (cook in a frying pan)τηγανίζω κτ με λίγο λάδι έκφρ
  τηγανίζω ρ μ
small fry interj slang, figurative (child) (καθομιλουμένη)πιτσιρίκι ουσ ουδ
  μικράκι ουσ ουδ
  μικρούλης, μικρούλα επίθ ως ουσ
 Hello, small fry, what did you do at school today?
small fry n slang, figurative ([sb], [sth] unimportant)ασήμαντος επίθ ως ουσ
  (μεταφορικά)τίποτα ουσ ουδ
  (μεταφορικά)μηδενικό ουσ ουδ
 That big company doesn't have time to waste on small fry like us.
stir-fry n (quickly pan-fried mixed dish)stir-fry, stir fry, στιρ φράι φρ ως ουσ ουδ
 That restaurant serves an excellent stir-fry.
stir-fry adj (of a pan-fried mixed dish)stir-fry, stir fry, στιρ φράι φρ ως επίθ
 This stir-fry beef is delicious!
stir-fry [sth] vtr (mixed dish: quickly pan-fry)τηγανίζω ρ μ
  (απόλυτη ακρίβεια)κάνω στιρ φράι, κάνω stir fry έκφρ
 Don't put too much oil in the pan when you stir fry the chicken and peppers.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'frying' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση frying στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «frying».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!