• WordReference
  • Definition
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
exert yourself vtr + refl (make physical effort)προσπαθώ, πασχίζω, καταβάλλω προσπάθεια ρ μ
 Elizabeth exerted herself at the gym today.
exert yourself vtr + refl (make effort)βάζω τα δυνατά μου έκφρ
  καταβάλλω κάθε προσπάθεια έκφρ
  (λόγιος)υπερβάλλω εαυτόν έκφρ
 We all need to exert ourselves, if we are going to finish this project on time.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση exert yourself στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «exert yourself».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!