• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
corrupt adj (person, organization: dishonest)διεφθαρμένος μτχ πρκ
 That city was so corrupt that the entire city council went to jail.
 Εκείνος ο δήμος ήταν τόσο διεφθαρμένος που ολόκληρο το δημοτικό συμβούλιο πήγε φυλακή.
corrupt adj (act: dishonest)διαβλητός επίθ
  (μεταφορικά)διάτρητος επίθ
  (ενέργεια, πράξη)ανήθικος επίθ
 The mayor's brother-in-law got the contract because the bidding process was corrupt.
 The politician has promised to end bribery and other corrupt practices.
 Ο γαμπρός του δημάρχου πήρε το συμβόλαιο γιατί η διαδικασία προσφορών ήταν διαβλητή.
 Ο πολιτικός υποσχέθηκε ότι θα σταματήσει τη δωροδοκία και άλλες ανήθικες πρακτικές.
corrupt adj (morally bad)διεφθαρμένος μτχ πρκ
 They said that Robert was corrupt, and a bad example for the children.
 Έλεγαν πως ο Ρόμπερτ ήταν διεφθαρμένος και αποτελούσε κακό παράδειγμα για τα παιδιά.
corrupt adj (hard drive, data: altered, faulty)κατεστραμμένος μτχ πρκ
 Nick lost all his work when he opened a corrupt file.
 Ο Νικ έχασε όλη τη δουλειά που είχε κάνει όταν άνοιξε ένα κατεστραμμένο αρχείο.
corrupt vi (data: become corrupted)αλλοιώνομαι ρ αμ
  καταστρέφομαι ρ αμ
 The data corrupted when James transferred it.
 Τα δεδομένα καταστράφηκαν όταν τα μετέφερε ο Τζέιμς.
corrupt [sb] vtr (deprave)διαφθείρω ρ μ
 My mother was afraid that bad company would corrupt me.
 Η μητέρα μου φοβόταν πως οι κακές παρέες θα με διέφθειραν.
corrupt [sth] vtr (hard drive, data: make faulty)αλλοιώνω ρ μ
  καταστρέφω ρ μ
 A virus has corrupted the data and now it's useless.
 Ένας ιός έχει καταστρέψει τα δεδομένα και τώρα είναι άχρηστα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
corrupt adj archaic (decaying)αλλοιωμένος μτχ πρκ
corrupt adj (text)αλλοιωμένος μτχ πρκ
 The ancient texts we have are often corrupt because of scribal errors.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
corrupt practices npl (abuse of power)κατάχρηση εξουσίας έκφρ
morally corrupt adj (immoral, sinful)ανήθικος,δειφθαρμένος επίθ
 There is no point in trying to bargain honestly with anyone as morally corrupt as that senator.
RICO n US, acronym (Racketeer Influenced and Corrupt Organizations Act) (στις ΗΠΑ)νόμος περί οργανωμένου εγκλήματος φρ ως ουσ αρσ
 The company was sued under the Racketeer Influenced and Corrupt Organizations Act.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση corrupter στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «corrupter».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!