• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: cold call, cold-call

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cold call n (unsolicited sales visit or phone call) (δια ζώσης)επίσκεψη χωρίς πρόσκληση φρ ως ουσ θηλ
  επίσκεψη χωρίς προειδοποίηση φρ ως ουσ θηλ
  (στο τηλέφωνο)απροειδοποίητο τηλεφώνημα επίθ + ουσ ουδ
 I got my start in sales by making door-to-door cold calls.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cold-call [sb] vtr (make unsolicited sales visit or phone call) (δια ζώσης)κάνω απροειδοποίητη επίσκεψη έκφρ
  (τηλέφωνο)κάνω απροειδοποίητα τηλεφωνήματα, κάνω απροειδοποίητα τηλέφωνα έκφρ
  (καθομιλουμένη)παίρνω κπ στην ψύχρα έκφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Παρατίθενται ορισμένες εναλλακτικές.
 He cold-called all the people on his contact list.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cold call στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cold call».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!