• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: cock up, cockup

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cock [sth] up,
cock up [sth]
vtr phrasal sep
vulgar, informal, UK (botch [sth](καθομ, μτφ, προσβλητικό)σκατώνω ρ μ
  (καθομ, μτφ, προσβλητικό)κάνω σκατά ρ έκφρ
  (αργκό, μτφ, χυδαίο)γαμάω ρ αμ
 When he tried to fix the leaking tap, Simon cocked up the repair and had to call in a plumber.
cock up vi phrasal vulgar, informal, UK (fail, botch [sth](μτφ, καθομ, προσβλ)τα σκατώνω έκφρ
  τα κάνω σκατά έκφρ
 When his girlfriend called to ask why he wasn't at the restaurant, Adam realised he'd cocked up again.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cockup,
cock-up
n
vulgar, potentially offensive, informal, UK (mess, failure)λάθος επίθ
  χάλι ουσ ουδ
  (αργκό, προσβλ, μτφ)μαλακία ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cock up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cock up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!