WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cheat on [sb] vtr phrasal insep informal (be sexually unfaithful to)απατάω, απατώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)κερατώνω ρ μ
 Carol admitted that she had cheated on her husband.
 Η Κάρος παραδέχτηκε ότι είχε απατήσει τον άντρα της.
cheat on [sth] vtr phrasal insep US (be dishonest on [sth](μεταφορικά)κλέβω ρ μ
  (σε διαγώνισμα, από κάποιον)αντιγράφω ρ μ
  (σε διαγώνισμα, από σκονάκι)κάνω σκονάκι έκφρ
 The teacher gave Bobby an F when she found out that he had cheated on the test.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cheat on στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cheat on».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!