• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cardio,
cardio-
adj
prefix (of the heart)καρδιο- α' συνθετικό
Σχόλιο: Το καρδιο είναι το πρώτο συνθετικό λέξεων.
 Heart failure is a cardiopulmonary disease.
cardio n informal (physical exercise)αερόβια άσκηση φρ ως ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)αερόβιο επίθ ως ουσ
  (επίσημο)αερόβιος άσκηση φρ ως ουσ θηλ
 To keep fit, Mark does 30 minutes of cardio every morning.
cardio n informal (cardiologist)καρδιολόγος ουσ αρσ/θηλ
 My cardio recommended that I reduce my salt intake.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cardio στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cardio».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!