• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
burden of proof n (law: responsibility of accuser)η ευθύνη της απόδειξης περίφρ
  το βάρος της απόδειξης περίφρ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Under the law of this country, the burden of proof lies with the person making an accusation.
burden of proof n (philosophy: need to provide evidence)βάρος απόδειξης περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
meet the burden of proof v expr (law: present sufficient evidence)επωμίζομαι το βάρος της αποδείξεως περίφρ
  παρουσιάζω επαρκείς αποδείξεις περίφρ
  αποδεικνύω επαρκώς ρ μ + επίρ
 It is the prosecution that must meet the burden of proof, not a defendant.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'burden of proof' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση burden of proof στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «burden of proof».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!