budgeting

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbʌdʒɪtɪŋ/

From the verb budget: (⇒ conjugate)
budgeting is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: budgeting, budget

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
budgeting n (planning of expenses)προϋπολογισμός ουσ αρσ
  το να κάνω προϋπολογισμό περίφρ
 Efficient budgeting is essential for a business to succeed.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
budget n (monetary plan)προϋπολογισμός ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)μπάτζετ, budget ουσ ουδ άκλ
 Fiona created a family spending budget.
 Η Φιόνα έφτιαξε έναν οικογενειακό προϋπολογισμό εξόδων.
budget n (monetary limit)προϋπολογισμός ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)μπάτζετ, budget ουσ ουδ άκλ
 My budget doesn't allow for staying at a luxury hotel.
 Το μπάτζετ μου δεν μου επιτρέπει να μείνω σε πολυτελές ξενοδοχείο.
the budget n (government spending plan)προϋπολογισμός ουσ αρσ
  κρατικός προϋπολογισμός επίθ + ουσ αρσ
 Congress will vote to approve the budget next week.
 Το Κογκρέσο θα ψηφίσει για την έγκριση του προϋπολογισμού την επόμενη εβδομάδα.
budget vi (plan for spending)κάνω προϋπολογισμό περίφρ
  (καθομιλουμένη)υπολογίζω το μπάτζετ περίφρ
 The administration hasn't budgeted for this month yet.
 Η διοίκηση δεν έχει κάνει ακόμα τον προϋπολογισμό γι' αυτό τον μήνα.
budget for [sth] vi + prep (allocate money for [sth](επίσημο)προϋπολογίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)μαζεύω χρήματα για κτ περίφρ
  (να κάνω κτ που προϋποθέτει έξοδα)υπολογίζω ρ μ
 Ophelia budgeted for a small economy car, not a full-sized sedan.
 Η Οφίλια μάζευε χρήματα για ένα μικρό, οικονομικό αυτοκίνητο κι όχι για ένα μεγάλο σεντάν.
 Η Οφίλια υπολόγιζε να αγοράσει ένα μικρό, οικονομικό αυτοκίνητο κι όχι για ένα μεγάλο σεντάν.
budget [sth] for [sth] vtr + prep (money: allocate) (επίσημο)προϋπολογίζω κτ για κτ ρ μ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)υπολογίζω κτ για κτ ρ μ + πρόθ
  μαζεύω κτ για κτ ρ μ + πρόθ
 The agency has budgeted 10 million dollars for humanitarian aid.
 Ο οργανισμός έχει υπολογίσει 10 εκατομμύρια δολάρια για ανθρωπιστική βοήθεια.
budget n as adj (economical, cheap)οικονομικός, φτηνός επίθ
 If you travel with a budget airline, you won't get much legroom.
 Εάν ταξιδέψεις με οικονομική (or: φτηνή) αεροπορική εταιρεία, δεν θα έχεις πολύ χώρο για τα πόδια σου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
budget | budgeting
ΑγγλικάΕλληνικά
budget prices npl (low cost, bargains)τιμή ευκαιρίας, προνομιακή τιμή ουσ θηλ
go over budget v expr (spend more than allocated amount)ξεφεύγω από τον προϋπολογισμό, ξεπερνάω τον προϋπολογισμό έκφρ
  βγαίνω εκτός προϋπολογισμού έκφρ
household budget n (calculation of home expenses)οικογενειακός προϋπολογισμός επίθ + ουσ αρσ
 Those DVDs aren't part of the household budget, you're going to have to pay for them yourself.
low-budget adj (small amount of funds)χαμηλού κόστους φρ ως ουσ ουδ
 Camping is a low-budget option for holidaymakers.
marketing budget n (money allocated to promoting [sth])προϋπολογισμός για μάρκετινγκ περίφρ
  προϋπολογισμός για προώθηση περίφρ
  προυπολογισμός διαφήμισης περίφρ
on a budget adv (spending: within limits)με προϋπολογισμό έκφρ
  με συγκεκριμένο ποσό έκφρ
  (διακοπές, έξοδοι κ.λπ.)οικονομικός επίθ
 When Amanda traveled around Europe on a budget, she stayed in youth hostels.
operating budget n (money allocated to a project)προϋπολογισμός λειτουργίας φρ ως ουσ αρσ
 With the economic downturn, our annual operating budget has been cut nearly in half.
over budget adj (spending plan)που ξεπερνάει τον προϋπολογισμό περίφρ
over budget adv (spending plan)πάνω από τον προϋπολογισμό περίφρ
  περισσότερα από όσα είχα προϋπολογίσει περίφρ
overflow budget n (money kept in reserve)χρηματικό πλεόνασμα προϋπολογισμού περίφρ
  πλεόνασμα ουσ ουδ
shoestring budget n figurative (tight budget)σφιχτός προϋπολογισμός επίθ + ουσ αρσ
  περιορισμένος προϋπολογισμός μτχ πρκ + ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)σφιχτό budget επίθ + ουσ ουδ άκλ
tight budget n (limited spending allowance)οικονομική στενότητα επίθ + ουσ θηλ
  (οικονομία: επίσημο)αυστηρός προϋπολογισμός επίθ + ουσ αρσ
 Traveling on a tight budget means we won't be able to eat out every night.
upper budget n (maximum sum allocated or allowed)ανώτατο όριο του προϋπολογισμού φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'budgeting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση budgeting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «budgeting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!