WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
b/c conj written, abbreviation (because)επειδή σύνδ
  καθώς σύνδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
B.C.E.,
BCE
n
initialism (degree: Bachelor of Chemical Engineering)πτυχίο χημικού μηχανικού φρ ως ουσ ουδ
B.C.E.,
BCE
n
initialism ([sb]: Bachelor of Chemical Engineering)χημικός μηχανικός επίθ + ουσ αρσ/θηλ
B.C.E.,
BCE
n
initialism (degree: Bachelor of Civil Engineering)πτυχίο πολιτικού μηχανικού φρ ως ουσ ουδ
B.C.E.,
BCE
n
initialism ([sb]: Bachelor of Civil Engineering)πολιτικός μηχανικός επίθ + ουσ αρσ/θηλ
BC,
B.C.
adv
initialism (Before Christ) (σντμ: προ Χριστού)π.Χ. επίρ
 The Greek philosopher Socrates was born around 470 BC.
BCE,
B.C.E.
adv
initialism (Before the Common Era)προ Χριστού φρ ως επίρ
  (σπάνιο)πριν από την Κοινή Χρονολογία φρ ως επίρ
  προ Κοινής Χρονολογίας φρ ως επίρ
 Julius Caesar was born in the year 100 BCE.
CBC,
C.B.C.
n
initialism (Canadian Broadcasting Corporation)CBC ουσ ουδ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση b/c στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «b/c».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!