WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
hay n | (dried grass) | σανός ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | σανό ουσ ουδ |
| Brandon helped his dad bale hay over the summer. |
| Ο Μπράντον βοήθησε τον μπαμπά του να δεματιάζει σανό το καλοκαίρι. |
hay⇒ vi | rare (cut for hay) (για σανό) | κόβω χόρτα περίφρ |
| George got a job haying after high school. |
| Ο Τζωρτζ έπιασε δουλειά και έκοβε χόρτα για σανό μετά το γυμνάσιο. |
hay [sth]⇒ vtr | rare (grass: dry as animal feed) | ξεραίνω ρ μ |
| The farmer hayed alfalfa and clover for his animals. |
| Ο αγρότης ξέρανε άλφα-άλφα και τριφύλλι για τα ζώα του. |
hay [sth] vtr | rare (animal: feed with hay) (με σανό) | ταΐζω ρ μ |
| | δίνω σανό σε κτ περίφρ |
| Jane hayed the horses after lunch. |
| Η Τζέιν έδωσε σανό στα άλογα μετά το μεσημεριανό. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
hay n | (money) | λεφτά, χρήματα ουσ ουδ πλ |
| A thousand dollars for a broken car is a lot of hay. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: