WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
challenged,
-challenged
adj
polite (disabled, handicapped)με ... προβλήματα, με προβλήματα ... περίφρ
  με δυσκολία σε κτ περίφρ
Σχόλιο: Usually used in combination: e.g., mentally challenged.
challenged,
-challenged
adj
often humorous (person: lacking a trait or ability)που δεν έχει κτ περίφρ
  που δεν τα πάει καλά με κτ περίφρ
  (καθομιλουμένη)που δεν το έχει με κτ περίφρ
Σχόλιο: Usually used in combination
 The history-challenged student thought Napoleon led his troops in World War I.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
folically challenged,
folically-challenged
adj
humorous, euphemism (person: bald)φαλακρός επίθ
  (ίσως μειωτικό)καραφλός επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
mentally challenged,
mentally-challenged
adj
(person: with learning difficulties)με νοητικές δυσκολίες περίφρ
Σχόλιο: Term used to avoid giving offence
physically challenged,
physically-challenged
adj
(person: with physical disability)με ειδικές ανάγκες περίφρ
  με δυσκολία στην κίνηση περίφρ
Σχόλιο: Term used to avoid giving offence. A hyphen is used if the adjective precedes the noun
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος '-challenged' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση -challenged στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «-challenged».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!